- υποριπίζω
- MAβλ. ὑπορριπίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποριπίζει — ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind mp 2nd sg ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] … Dictionary of Greek
ὑπερριπίζοντο — ὑπερρῑπίζοντο , ὑποριπίζω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορριπιζόμενοι — ὑπορρῑπιζόμενοι , ὑποριπίζω pres part mp masc nom/voc pl ὑπορριπίζω fan from below pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)